- συνδιεξάγω
- ΜΑμσν.οδηγώ κάτι προς τα έξω μαζί με άλλοναρχ.παθ. συνδιεξάγομαιεξωτερικεύομαι, δηλώνομαι μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον ή με κάτι άλλο («ὁ τοῡ μέλους ῥυθμὸς καὶ τῶν ῥημάτων ἡ δύναμις συνδιεξαγομένη μετὰ τοῡ μέλους», Γρηγ. Νύσσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + διεξάγω «οδηγώ προς τα έξω»].
Dictionary of Greek. 2013.